Ανάπλαση ιστών για τοποθέτηση εμφυτευμάτων
Ως γνωστόν, τα οδοντικά εμφυτεύματα χρησιμοποιούνται ευρέως σήμερα στην Οδοντιατρική, προκειμένου να αντικαταστήσουν δόντια που έχουν αφαιρεθεί από το στόμα.
Τα εμφυτεύματα εδράζονται εντός του οστού των γνάθων. Η ύπαρξη επαρκούς διαθέσιμου οστού είναι απαραίτητη για την τοποθέτησή τους όσο και για την μακροπρόθεσμη επιβίωση τους.
Αρκετά συχνά όμως παρατηρείται έλλειψη διαθέσιμου οστού μετά από κάποια εξαγωγή δοντιού.
Η έλλειψη οστού συνήθως οφείλεται σε οξείες φλεγμονές (αποστήματα) ή χρόνιες φλεγμονές (π.χ. περιοδοντίτιδα) των δοντιών.
Επίσης οφείλεται σε ανατομικές ιδιαιτερότητες, σε τραυματισμούς από ατυχήματα αλλά και ως συνέπεια των αναγκαίων χειρισμών εξαγωγής του πάσχοντος δοντιού.
Επιπλέον προκαλείται από πιθανή παρέλευση χρονικού διαστήματος από την εξαγωγή. Στους τρεις μήνες παρατηρείται κατά μέσο όρο 30% οστική απώλεια (σε όγκο) ως συνέπεια της μετεξακτικής επουλωτικής διαδικασίας. Μετέπειτα, εφόσον το δόντι δεν αντικατασταθεί, παρατηρείται συχνά οστικό έλλειμμα λόγω ατροφίας.
Στην περίπτωση έλλειψης οστού, πρέπει να αντικαταστήσουμε την απώλεια είτε πριν είτε συγχρόνως με την τοποθέτηση των εμφυτευμάτων.
Επιπλέον, εκτός της οστικής απώλειας συχνότατα παρατηρείται απώλεια μαλακών ιστών (ούλων). Η έλλειψη ούλων μπορεί να είναι είτε ποιοτική είτε ποσοτική και προκαλείται από αντίστοιχες αιτίες. Είναι εξίσου σημαντική για την μακροπρόθεσμη επιβίωση των εμφυτευμάτων.
Οι ενέργειες με τις οποίες αποκαθιστούμε την έλλειψη σκληρών ιστών (οστό) είτε μαλακών ιστών (ούλα), ονομάζεται ιστική ανάπλαση ή ιστική αναγέννηση.
Οι φλεγμονώδεις εξεργασίες που παρατηρούνται σε ένα καταδικασμένο δόντι, συμβάλλουν τα μέγιστα στην απώλεια οστού. Επομένως τυχόν καθυστέρηση εξαγωγής επιτείνει το πρόβλημα.
Αντίστοιχα δεν πρέπει να καθυστερεί η αντικατάσταση κάποιου χαμένου δοντιού.
Επίσης η ατραυματική εξαγωγή ενός δοντιού είναι πολύ σημαντική.
Το θεραπευτικό δίλημμα είτε της διατήρησης είτε της εξαγωγής ενός δοντιού με χρόνια ελαφριά φλεγμονή προκειμένου η φλεγμονή αυτή να μην προκαλέσει μεγάλη απώλεια ιστών σε βάθος χρόνου, δεν έχει μία και μοναδική απάντηση σε όλες τις περιπτώσεις.
Η διατήρηση/εξαγωγή προβληματικών – αλλά όχι καταδικασμένων – δοντιών πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά κατά περίπτωση.
Οστική ανάπλαση
Όπως αναφέρθηκε, επιτελείται είτε πριν είτε συγχρόνως με την τοποθέτηση εμφυτευμάτων. Γενικά, εάν η οστική απώλεια είναι μεγάλη, τότε ίσως χρειαστεί να προηγηθεί η οστική αναγέννηση και μετά από 4-8 μήνες να τοποθετηθούν τα εμφυτεύματα.
Το οστό που προστίθεται μπορεί να ληφθεί από το στόμα του ασθενή ή να χρησιμοποιηθούν βιοϋλικά σε συσκευασμένη μορφή.
Το οστό που λαμβάνεται ενδοστοματικά (αυτόλογο), θεωρείται σήμερα και σίγουρα για το άμεσο μέλλον η καλύτερη ποιοτικά επιλογή (golden standard). Η διαθεσιμότητά του όμως μπορεί να είναι περιορισμένη και συχνά απαιτείται να ληφθεί από άλλη περιοχή του σώματος. Έχει την ταχύτερη ωρίμανση (3-4 μήνες) και πιο αξιόπιστη ενσωμάτωση με το φυσιολογικό οστό και τα εμφυτεύματα. Απαιτεί άριστη χειρουργική δεξιότητα.
Τα βιοϋλικά συνήθως προέρχονται από άλλο ανθρώπινο ή ζωικό δότη αφού υποστούν ειδικές κατεργασίες που τα καθιστούν ασφαλή για χρήση. Επίσης υπάρχουν σκευάσματα συνθετικής προέλευσης. Η χρήση των βιοϋλικών είναι ευκολότερη και γενικά επιτυχής, αλλά κάπως λιγότερο αξιόπιστη σε σχέση με το αυτόλογο οστό.
Ανάπλαση μαλακών ιστών (ούλων)
Η ανάπλαση των ούλων (ουλοπλαστική) στοχεύει στην αποκατάσταση της ποιότητας και ποσότητας των ούλων γύρω από τα εμφυτεύματα.
Συνήθως ως ποιότητα εννοούμε τα ούλα να είναι σταθερά και ως ποσότητα να έχουν επαρκή όγκο (πάχος) γύρω από τα εμφυτεύματα.
Δημιουργείται δηλαδή σταθερή πρόσφυση των ούλων γύρω από τα εμφυτεύματα και ικανοποιητική τους αγγείωση / αιμάτωση αντίστοιχα. Έτσι επιτυγχάνεται ανθεκτικότητα των εμφυτευμάτων σε πιθανή μικροβιακή προσβολή σε βάθος χρόνου, αλλά και αισθητική αποκατάσταση.